- πνευματιστικός
- η , ό[ν] спиритический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευματιστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] … Dictionary of Greek
πνευματιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πνευματισμό: Πνευματιστικές συγκεντρώσεις. – Πνευματιστικές συζητήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)